χτυπάω

χτυπάω
χτυπάω / χτυπώ, χτύπησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαρυχτυπώ — χτυπάω με δύναμη …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — χτυπάω / χτυπώ, χτύπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βροντοχτυπώ — 1. χτυπάω δυνατά, θορυβώ 2. χτυπάω κάποιον με πάταγο καταγής …   Dictionary of Greek

  • αναπεταρίζω — 1. προσπαθώ να πετάξω ανοιγοκλείνοντας τις φτερούγες, φτερουγίζω 2. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις, «πετάω» 3. (για την καρδιά) χτυπάω γρήγορα 4. (για πρόσωπα) ναρκισσεύομαι, κοκορεύομαι, κάνω νάζια …   Dictionary of Greek

  • βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… …   Dictionary of Greek

  • βιτσίζω — [βίτσα] χτυπάω με βίτσα …   Dictionary of Greek

  • κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… …   Dictionary of Greek

  • μπιέλα — Βλ. λ. διωστήρας. * * * η 1. μεταλλικό εξάρτημα μηχανών εσωτερικής καύσης, ο διωστήρας 2. φρ. «χτυπάω μπιέλες» ή «πετάω μπιέλες» α) (για μηχανή) καταστράφηκα ολοσχερώς β) μτφ. εξαντλήθηκα τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. biella < γαλλ. bielle,… …   Dictionary of Greek

  • πληκτίζομαι — Α 1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.) 3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές …   Dictionary of Greek

  • ποδοκλοτσώ — άω, Ν κλοτσώ κάποιον, τόν χτυπάω με τα πόδια και τον ποδοπατώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”